λεμ

λεμ
(lehm). Αργιλοαμμώδης σχηματισμός, προϊόν της τελευταίας φάσης της διάβρωσης που προκαλείται από τους παγετώνες. Αποτελείται από στοιχεία με μικρότατες διαστάσεις, που δεν μπορούν να καθοριστούν ορυκτολογικά, εκτός από την άργιλο, τον χαλαζία, τη μίκα και τα ανθρακικά συστατικά. Συνηθέστερα το χρώμα του είναι γκρίζο, αλλά στην περίπτωση της παρουσίας οξειδίων του σιδήρου μπορεί να είναι ερυθρωπό. Το λ. προέρχεται και από το λες (löss), κατά την απασβεστοποίηση του τελευταίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λέμμα — λέμμα, τὸ (Α) 1. φλοιός, φλούδα 2. μτφ. αφελής άνθρωπος 3. φρ. «ἰχθύων λέμματα» τα λέπια τών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεμ (πρβλ. λέ λεμ μαι, παθ. παρακμ. τού λέπω «ξεφλουδίζω») + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

  • σάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθης νεοπλασία, που αναπτύσσεται από το συνδετικό ιστό με μεγάλη τάση διήθησης και του οποίου η μεταστατική εξάπλωση γίνεται κυρίως δια της αιματικής οδού. Επειδή ο συνδετικός ιστός απλώνεται σε ολόκληρο τον οργανισμό, τα σ. μπορεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”